- δαχτυλάκι
- το1. μικρό ή μικροκαμωμένο δάχτυλο2. το ακραίο προς τα έξω δάχτυλο τών χεριών ή τών ποδιών3. φρ. α) «δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του» — δεν έκανε ούτε την παραμικρή ενέργεια, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλουβ) «το δαχτυλάκι του να κουνήσει είναι αρκετό» — για ανθρώπους με μεγάλη δύναμη, επιρροή και κύρος.
Dictionary of Greek. 2013.